- εκατοχρονίτης
- ο (θηλ. εκατοχρονίτισσα και εκατοχρονίτρα, ουδ. εκατοχρονίτικο)1. αυτός που έχει ηλικία εκατό χρόνων, ο εκατοντούτης2. ο πολύ ηλικιωμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκατοχρονίτης, -ισσα — ικο 1. που έχει ηλικία εκατό ετών. 2. που πλησιάζει ή ξεπερνάει τα εκατό έτη ηλικίας, ο πολύ γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκατοχρονίτικος — η, ο εκατοχρονίτης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)